Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βγάζω (εκφωνώ)

  • 1 выступить

    -плю, -пишь, ρ.σ.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι.
    2. ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυνση, αναχωρώ.
    3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    слезы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια•

    выступить на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή.

    4. αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγορώ•

    выступить на собрании "ομιλώ στη συνέλευση.

    εκφρ.
    выступить в роли кого-н. – υποδύομαι το ρόλο κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > выступить

  • 2 речь

    речь ж (выступление, разговор) о λόγος, η ομιλία* приветственная \речь η προσφώνηση; выступить с \речью, произнести \речь εκφωνώ (или βγάζω) λόγο; \речь идёт о... πρόκειται για..., γίνεται λόγος για..
    * * *
    ж
    (выступление, разговор) ο λόγος, η ομιλία

    приве́тственная речь — η προσφώνηση

    вы́ступить с речью, произнести́ речь — εκφωνώ ( или βγάζω) λόγο

    речь идёт о... — πρόκειται για..., γίνεται λόγος για...

    Русско-греческий словарь > речь

  • 3 выступать

    выступать
    несов
    1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:
    ·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·
    2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·
    3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):
    \выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·
    4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·
    5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·
    6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выступать

  • 4 говорить

    говор||и́ть
    несов
    1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·
    2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:
    \говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·
    3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·
    4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:
    это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!.

    Русско-новогреческий словарь > говорить

  • 5 произнести

    произнести
    сов, произносить несов
    1. (говорить) λεγω / ἐκφωνώ (речь):
    не произнести ни слова δέν βγάζω λεξη·
    2. (выговаривать) προφέρω:
    правильно \произнести προφέρω σωστά· ◊ \произнести приговор ἐκδίδω (δικαστικήΜ) ἀπόφαση [-ιν].

    Русско-новогреческий словарь > произнести

См. также в других словарях:

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγίζω — (AM λαρυγγίζω) [λάρυγξ] νεοελλ. μσν. μιλώ με τον λάρυγγα, βγάζω λαρυγγική φωνή μσν. αγορεύω, εκφωνώ (μσν. αρχ.) φωνάζω δυνατά αρχ. 1. (για πτηνά) κρώζω 2. κάνω κάποιον να σταματήσει να φωνάζει, φωνάζοντάς του δυνατότερα («λαρυγγιῶ τοὺς ῤήτορας»… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ξεφωνίζω — και ξεφωνώ 1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό 3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκφωνῶ, με σίγηση τού αρκτ.… …   Dictionary of Greek

  • προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

  • προχέω — και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [χέω, χεύω] χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ. β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ. γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»